7

1 μὴ κρίνετε , ἵνα μὴ κριθῆτε ; 2 ἐν γὰρ κρίματι κρίνετε , κριθήσεσθε ; καὶ ἐν μέτρῳ μετρεῖτε , μετρηθήσεται ὑμῖν . 3 τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου , τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς ? 4 πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου , ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου , καὶ ἰδοὺ , δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σοῦ ? 5 ὑποκριτά , ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν , καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου .

6 μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν , μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων , μήποτε καταπατήσουσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν , καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς .

7 αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν ; ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε ; κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν . 8 πᾶς γὰρ αἰτῶν λαμβάνει , καὶ ζητῶν εὑρίσκει , καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται . 9 τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος , ὃν αἰτήσει υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον , μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ ? 10 καὶ ἰχθὺν αἰτήσει , μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ ? 11 εἰ οὖν ὑμεῖς πονηροὶ ὄντες οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν , πόσῳ μᾶλλον Πατὴρ ὑμῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν ?

12 πάντα οὖν , ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι , οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς . οὗτος γάρ ἐστιν νόμος καὶ οἱ προφῆται .

13 εἰσέλθατε διὰ τῆς στενῆς πύλης ; ὅτι πλατεῖα πύλη καὶ εὐρύχωρος ὁδὸς ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν , καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι’ αὐτῆς ; 14 ὅτι στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν , καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν .

15 προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν , οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων , ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες . 16 ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς . μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὰς , ἀπὸ τριβόλων σῦκα ? 17 οὕτως πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ ; τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ . 18 οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν , οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν . 19 πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται . 20 ἄρα γε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς .

21 οὐ πᾶς λέγων μοι , Κύριε , Κύριε , εἰσελεύσεται εἰς τὴν |x-tw="rc://*/tw/dict/bible/kt/kingdomofgod" Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν , ἀλλ’ ποιῶν τὸ |x-tw="rc://*/tw/dict/bible/kt/willofgod" θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς . 22 πολλοὶ ἐροῦσίν μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ , Κύριε , Κύριε , οὐ τῷ σῷ ὀνόματι ἐπροφητεύσαμεν , καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν , καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν ? 23 καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς , ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς , ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ , οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν .

24 πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτούς , ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ φρονίμῳ , ὅστις ᾠκοδόμησεν αὐτοῦ τὴν οἰκίαν ἐπὶ τὴν πέτραν . 25 καὶ κατέβη βροχὴ , καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ , καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι , καὶ προσέπεσαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ ; καὶ οὐκ ἔπεσεν , τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν . 26 καὶ πᾶς ἀκούων μου τοὺς λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν αὐτοὺς , ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ , ὅστις ᾠκοδόμησεν αὐτοῦ τὴν οἰκίαν ἐπὶ τὴν ἄμμον . 27 καὶ κατέβη βροχὴ , καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ , καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι , καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ ; καὶ ἔπεσεν καὶ ἦν πτῶσις αὐτῆς μεγάλη .

28 καὶ ἐγένετο , ὅτε ἐτέλεσεν Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους , ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ ; 29 ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων , καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς αὐτῶν .