19
1
καὶ
ἐγένετο
,
ὅτε
ἐτέλεσεν
ὁ
Ἰησοῦς
τοὺς
λόγους
τούτους
,
μετῆρεν
ἀπὸ
τῆς
Γαλιλαίας
καὶ
ἦλθεν
εἰς
τὰ
ὅρια
τῆς
Ἰουδαίας
πέραν
τοῦ
Ἰορδάνου
.
2
καὶ
ἠκολούθησαν
αὐτῷ
ὄχλοι
πολλοί
,
καὶ
ἐθεράπευσεν
αὐτοὺς
ἐκεῖ
.
3
καὶ
προσῆλθον
αὐτῷ
Φαρισαῖοι
,
πειράζοντες
αὐτὸν
καὶ
λέγοντες
,
εἰ
ἔξεστιν
ἀνθρώπῳ
ἀπολῦσαι
τὴν
γυναῖκα
αὐτοῦ
κατὰ
πᾶσαν
αἰτίαν
?
4
ὁ
δὲ
ἀποκριθεὶς
εἶπεν
,
οὐκ
ἀνέγνωτε
,
ὅτι
ὁ
ποιήσας
ἀπ’
ἀρχῆς
,
ἄρσεν
καὶ
θῆλυ
,
ἐποίησεν
αὐτοὺς
?
5
καὶ
εἶπεν
,
ἕνεκα
τούτου
καταλείψει
ἄνθρωπος
τὸν
πατέρα
καὶ
τὴν
μητέρα
,
καὶ
κολληθήσεται
τῇ
γυναικὶ
αὐτοῦ
,
καὶ
ἔσονται
οἱ
δύο
εἰς
σάρκα
μίαν
?
6
ὥστε
οὐκέτι
εἰσὶν
δύο
,
ἀλλὰ
σὰρξ
μία
.
ὃ
οὖν
ὁ
Θεὸς
συνέζευξεν
,
ἄνθρωπος
μὴ
χωριζέτω
.
7
λέγουσιν
αὐτῷ
,
τί
οὖν
Μωϋσῆς
ἐνετείλατο
δοῦναι
βιβλίον
ἀποστασίου
καὶ
ἀπολῦσαι
αὐτήν
?
8
λέγει
αὐτοῖς
,
ὅτι
Μωϋσῆς
πρὸς
τὴν
σκληροκαρδίαν
ὑμῶν
,
ἐπέτρεψεν
ὑμῖν
ἀπολῦσαι
τὰς
γυναῖκας
ὑμῶν
;
ἀπ’
ἀρχῆς
δὲ
οὐ
γέγονεν
οὕτως
.
9
λέγω
δὲ
ὑμῖν
,
ὅτι
ὃς
ἂν
ἀπολύσῃ
τὴν
γυναῖκα
αὐτοῦ
μὴ
ἐπὶ
πορνείᾳ
,
καὶ
γαμήσῃ
ἄλλην
,
μοιχᾶται
;
καὶ
ὁ
ἀπολελυμένην
γαμήσας
μοιχᾶται
.
10
λέγουσιν
αὐτῷ
οἱ
μαθηταί
,
εἰ
οὕτως
ἐστὶν
ἡ
αἰτία
τοῦ
ἀνθρώπου
μετὰ
τῆς
γυναικός
,
οὐ
συμφέρει
γαμῆσαι
.
11
ὁ
δὲ
εἶπεν
αὐτοῖς
,
οὐ
πάντες
χωροῦσι
τὸν
λόγον
τοῦτον
,
ἀλλ’
οἷς
δέδοται
.
12
εἰσὶν
γὰρ
εὐνοῦχοι
,
οἵτινες
ἐκ
κοιλίας
μητρὸς
ἐγεννήθησαν
οὕτως
,
καὶ
εἰσὶν
εὐνοῦχοι
οἵτινες
εὐνουχίσθησαν
ὑπὸ
τῶν
ἀνθρώπων
,
καὶ
εἰσὶν
εὐνοῦχοι
οἵτινες
εὐνούχισαν
ἑαυτοὺς
διὰ
τὴν
|x-tw="rc://*/tw/dict/bible/kt/kingdomofgod"
Βασιλείαν
τῶν
Οὐρανῶν
.
ὁ
δυνάμενος
χωρεῖν
,
χωρείτω
.
13
τότε
προσηνέχθησαν
αὐτῷ
παιδία
,
ἵνα
τὰς
χεῖρας
ἐπιθῇ
αὐτοῖς
καὶ
προσεύξηται
;
οἱ
δὲ
μαθηταὶ
ἐπετίμησαν
αὐτοῖς
.
14
ὁ
δὲ
Ἰησοῦς
εἶπεν
,
ἄφετε
τὰ
παιδία
καὶ
μὴ
κωλύετε
αὐτὰ
ἐλθεῖν
πρός
με
;
τῶν
γὰρ
τοιούτων
ἐστὶν
ἡ
|x-tw="rc://*/tw/dict/bible/kt/kingdomofgod"
Βασιλεία
τῶν
Οὐρανῶν
.
15
καὶ
ἐπιθεὶς
τὰς
χεῖρας
αὐτοῖς
,
ἐπορεύθη
ἐκεῖθεν
.
16
καὶ
ἰδοὺ
,
εἷς
προσελθὼν
αὐτῷ
εἶπεν
,
Διδάσκαλε
,
τί
ἀγαθὸν
ποιήσω
,
ἵνα
σχῶ
ζωὴν
αἰώνιον
?
17
ὁ
δὲ
εἶπεν
αὐτῷ
,
τί
με
ἐρωτᾷς
περὶ
τοῦ
ἀγαθοῦ
?
εἷς
ἐστιν
ὁ
ἀγαθός
.
εἰ
δὲ
θέλεις
εἰς
τὴν
ζωὴν
εἰσελθεῖν
,
τήρησον
τὰς
ἐντολάς
.
18
λέγει
αὐτῷ
,
ποίας
?
ὁ
δὲ
Ἰησοῦς
εἶπεν
,
τὸ
οὐ
φονεύσεις
,
οὐ
μοιχεύσεις
,
οὐ
κλέψεις
,
οὐ
ψευδομαρτυρήσεις
,
19
τίμα
τὸν
πατέρα
καὶ
τὴν
μητέρα
,
καὶ
,
ἀγαπήσεις
τὸν
πλησίον
σου
ὡς
σεαυτόν
.
20
λέγει
αὐτῷ
ὁ
νεανίσκος
,
πάντα
ταῦτα
ἐφύλαξα
;
τί
ἔτι
ὑστερῶ
?
21
ἔφη
αὐτῷ
ὁ
Ἰησοῦς
,
εἰ
θέλεις
τέλειος
εἶναι
,
ὕπαγε
πώλησόν
σου
τὰ
ὑπάρχοντα
,
καὶ
δὸς
πτωχοῖς
,
καὶ
ἕξεις
θησαυρὸν
ἐν
οὐρανοῖς
,
καὶ
δεῦρο
,
ἀκολούθει
μοι
.
22
ἀκούσας
δὲ
,
ὁ
νεανίσκος
τὸν
λόγον
,
ἀπῆλθεν
λυπούμενος
,
ἦν
γὰρ
ἔχων
κτήματα
πολλά
.
23
ὁ
δὲ
Ἰησοῦς
εἶπεν
τοῖς
μαθηταῖς
αὐτοῦ
,
ἀμὴν
,
λέγω
ὑμῖν
,
ὅτι
πλούσιος
δυσκόλως
εἰσελεύσεται
εἰς
τὴν
|x-tw="rc://*/tw/dict/bible/kt/kingdomofgod"
Βασιλείαν
τῶν
Οὐρανῶν
.
24
πάλιν
δὲ
λέγω
ὑμῖν
,
εὐκοπώτερόν
ἐστιν
κάμηλον
διὰ
τρήματος
ῥαφίδος
διελθεῖν
ἢ
πλούσιον
εἰσελθεῖν
εἰς
τὴν
|x-tw="rc://*/tw/dict/bible/kt/kingdomofgod"
Βασιλείαν
Θεοῦ
.
25
ἀκούσαντες
δὲ
,
οἱ
μαθηταὶ
ἐξεπλήσσοντο
σφόδρα
λέγοντες
,
τίς
ἄρα
δύναται
σωθῆναι
?
26
ἐμβλέψας
δὲ
ὁ
Ἰησοῦς
εἶπεν
αὐτοῖς
,
παρὰ
ἀνθρώποις
τοῦτο
ἀδύνατόν
ἐστιν
,
παρὰ
δὲ
Θεῷ
πάντα
δυνατά
.
27
τότε
ἀποκριθεὶς
ὁ
Πέτρος
εἶπεν
αὐτῷ
,
ἰδοὺ
,
ἡμεῖς
ἀφήκαμεν
πάντα
καὶ
ἠκολουθήσαμέν
σοι
;
τί
ἄρα
ἔσται
ἡμῖν
?
28
ὁ
δὲ
Ἰησοῦς
εἶπεν
αὐτοῖς
,
ἀμὴν
,
λέγω
ὑμῖν
,
ὅτι
ὑμεῖς
οἱ
ἀκολουθήσαντές
μοι
ἐν
τῇ
παλιγγενεσίᾳ
,
ὅταν
καθίσῃ
ὁ
|x-tw="rc://*/tw/dict/bible/kt/sonofman"
Υἱὸς
τοῦ
Ἀνθρώπου
ἐπὶ
θρόνου
δόξης
αὐτοῦ
,
καθήσεσθε
καὶ
ὑμεῖς
ἐπὶ
δώδεκα
θρόνους
,
κρίνοντες
τὰς
|x-tw="rc://*/tw/dict/bible/other/12tribesofisrael"
δώδεκα
φυλὰς
τοῦ
Ἰσραήλ
.
29
καὶ
πᾶς
ὅστις
ἀφῆκεν
οἰκίας
,
ἢ
ἀδελφοὺς
,
ἢ
ἀδελφὰς
,
ἢ
πατέρα
,
ἢ
μητέρα
,
ἢ
γυναῖκα
,
ἢ
τέκνα
,
ἢ
ἀγροὺς
,
ἕνεκεν
τοῦ
ἐμοῦ
ὀνόματός
,
ἑκατονταπλασίονα
λήμψεται
καὶ
ζωὴν
αἰώνιον
κληρονομήσει
.
30
πολλοὶ
δὲ
ἔσονται
πρῶτοι
ἔσχατοι
,
καὶ
ἔσχατοι
πρῶτοι
.