14

1 ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ , 2 καὶ εἶπεν τοῖς παισὶν αὐτοῦ , οὗτός ἐστιν |x-tw="rc://*/tw/dict/bible/names/johnthebaptist" Ἰωάννης Βαπτιστής ; αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν , καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ . 3 γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην , ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἐν φυλακῇ ἀπέθετο , διὰ Ἡρῳδιάδα , τὴν γυναῖκα Φιλίππου , τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ . 4 ἔλεγεν γὰρ αὐτῷ Ἰωάννης , οὐκ ἔξεστίν σοι ἔχειν αὐτήν . 5 καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι , ἐφοβήθη τὸν ὄχλον , ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον . 6 γενεσίοις δὲ γενομένοις τοῦ Ἡρῴδου , ὠρχήσατο θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσεν τῷ Ἡρῴδῃ ; 7 ὅθεν μεθ’ ὅρκου , ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ἐὰν αἰτήσηται . 8 δὲ προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς , δός μοι φησίν ὧδε ἐπὶ πίνακι , τὴν κεφαλὴν |x-tw="rc://*/tw/dict/bible/names/johnthebaptist" Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ . 9 καὶ ἐλυπήθη βασιλεὺς διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους , ἐκέλευσεν δοθῆναι . 10 καὶ πέμψας , ἀπεκεφάλισεν τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ . 11 καὶ ἠνέχθη κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι , καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ , καὶ ἤνεγκεν τῇ μητρὶ αὐτῆς . 12 καὶ προσελθόντες , οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ πτῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτόν ; καὶ ἐλθόντες , ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ .

13 ἀκούσας δὲ , Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ’ ἰδίαν . καὶ ἀκούσαντες , οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων . 14 καὶ ἐξελθὼν , εἶδεν πολὺν ὄχλον , καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσεν τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν . 15 ὀψίας δὲ γενομένης , προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ λέγοντες , ἔρημός ἐστιν τόπος καὶ ὥρα ἤδη παρῆλθεν ; ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους , ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας , ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα . 16 δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν . δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν . 17 οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ , οὐκ ἔχομεν ὧδε , εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας . 18 δὲ εἶπεν , φέρετέ μοι ὧδε αὐτούς . 19 καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοῦ χόρτου , λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας , ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν , εὐλόγησεν καὶ κλάσας , ἔδωκεν τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους , οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις . 20 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν ; καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων , δώδεκα κοφίνους πλήρεις . 21 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι , χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων .

22 καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν τοὺς μαθητὰς ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον , καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν , ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους . 23 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους , ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι . ὀψίας δὲ γενομένης , μόνος ἦν ἐκεῖ . 24 τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων , ἦν γὰρ ἐναντίος ἄνεμος . 25 τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς , ἦλθεν πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τὴν θάλασσαν . 26 οἱ δὲ μαθηταὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τῆς θαλάσσης περιπατοῦντα , ἐταράχθησαν λέγοντες , ὅτι φάντασμά ἐστιν ; καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν . 27 εὐθὺς δὲ ἐλάλησεν Ἰησοῦς αὐτοῖς λέγων , θαρσεῖτε , ἐγώ εἰμι , μὴ φοβεῖσθε .

28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ , Πέτρος εἶπεν , Κύριε , εἰ σὺ εἶ , κέλευσόν με ἐλθεῖν πρὸς σὲ ἐπὶ τὰ ὕδατα . 29 δὲ εἶπεν , ἐλθέ . καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου , Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν . 30 βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν , ἐφοβήθη καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι , ἔκραξεν λέγων , Κύριε , σῶσόν με . 31 εὐθέως δὲ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα , ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ , ὀλιγόπιστε , εἰς τί ἐδίστασας ? 32 καὶ ἀναβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον , ἐκόπασεν ἄνεμος . 33 οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες , ἀληθῶς |x-tw="rc://*/tw/dict/bible/kt/sonofgod" Θεοῦ Υἱὸς εἶ !

34 καὶ διαπεράσαντες , ἦλθον ἐπὶ τὴν γῆν εἰς Γεννησαρέτ . 35 καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν , οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην , καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας , 36 καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ; καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν .